Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις Οργάνων Ιστών και Κυττάρων
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η Ι Ε Ρ Α Σ Υ Ν Ο Δ Ο Σ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ιωαννου γενναδιου 14 (115 21)
___________
ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ
ΗΘΙΚΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΩΝ
α. Γενικές ἀρχές
1) ῾Η ᾿Εκκλησία, ἀντικρύζει τὶς μεταμοσχεύσεις, ὅπως καὶ κάθε τι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πάλη του μὲ τὸν θάνατο, μὲ ἰδιαίτερη συμπάθεια, κατανόηση καὶ αἴσθημα σοβαρότητος. ᾿Αντιλαμβάνεται καὶ τὸ μέγεθος τοῦ προβλήματος καὶ τὶς δυνατότητες ποὺ παρέχουν οἱ μεταμοσχεύσεις καθὼς καὶ τὸ μεγάλο της χρέος ἀπέναντι στὴν κοινωνία, στὴν ἰατρικὴ πράξη, στοὺς λῆπτες ἀλλὰ καὶ στοὺς δυνητικοὺς δότες. Καὶ τὸν λήπτη θέλει νὰ βοηθήσει, ἀλλὰ καὶ τὸν δωρητή ὀφείλει νὰ σεβασθεῖ.
2) Τὸ κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἠθικῆς τῶν μεταμοσχεύσεων, ὅπως καὶ κάθε προβλήματος, εἶναι πνευματικό. Ἂν κάτι βλάπτει τὴν ψυχὴ ἢ ὑποβιβάζει τὶς πνευματικὲς ἀξίες, ἀνεπιφύλακτα τὸ ἀπορρίπτει. Ἀντιθέτως, ἐὰν τὸ ἐπὶ μέρους ἐπιστημονικό ἐπίτευγμα εἶναι συμβατὸ μὲ τὴν θεολογικὴ παράδοση, διδασκαλία καὶ ἐμπειρία της, τὴν ἰδιοφυῆ ἀνακάλυψη τὴν ἀντιμετωπίζει μὲ τὴν τόλμη τῆς πνευματικῆς καινοτομίας της. Οὔτε μὲ τὸν ὀρθολογιστικὸ σχολαστικισμὸ ἔχει σχέση, οὔτε σὲ πολιτικὲς σκοπιμότητες ὑποχωρεῖ, οὔτε μὲ τὴν ἐκκοσμίκευση συντάσσεται.
3) Κάθε τι ποὺ ὑπερβαίνει τὸν ἀτομικισμὸ καὶ τὴν φιλοζωία καὶ συνδέει τοὺς ἀνθρώπους μὲ σχέση ἀμοιβαιότητος καὶ κοινωνίας, κάθε τι ποὺ ἀποδεικνύει τὴν ὑπεροχὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐπὶ τῆς βιολογικῆς ἐπιβιώσεως, ἡ ᾿Εκκλησία τὸ προστατεύει καὶ τὸ ὑποστηρίζει. ᾿Αλλὰ καὶ μπροστὰ στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καθὼς καὶ τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας τοῦ ἀνθρώπου στέκεται μὲ σεβασμὸ καὶ ἰδιάζουσα εὐαισθησία.
β. Εἰδικὲς ἀρχὲς
4) Οἱ μεταμοσχεύσεις μεταμορφώνουν τὸ δράμα τοῦ λήπτη σὲ ἐλπίδα ζωῆς. Ἡ ᾿Εκκλησία θὰ μποροῦσε μὲσα ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία της νὰ τὶς εὐλογήσει, μὲ τὴν ἀδιαπραγμάτευτη ὅμως προϋπόθεση ὅτι κατὰ τὴ μεταμοσχευτικὴ διαδικασία προστατεύεται ἡ συνείδηση τοῦ δότη καὶ δὲν παραβιάζονται οἱ πνευματικὲς ἀξίες.
5) Kάθε λογικὴ ἀποδοχῆς τῶν μεταμοσχεύσεων ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία ἔχει τρεῖς ἄξονες·
α) ῾Η ᾿Εκκλησία αἰσθάνεται μὲν τὸ φιλάνθρωπο χρέος της ἀπέναντι στὸν λήπτη -ποὺ ἔχει ἀνάγκη νὰ ζήσει-, ἀντιλαμβάνεται ὅμως περισσότερο τὸν ρόλο της δίπλα στὸν δότη -ποὺ μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ προσφέρει ᾿Επ᾿ οὐδενὶ λόγῳ καὶ μὲ κανένα τρόπο δὲν θυσιάζει τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸν δότη στὴν ἀνάγκη ἐπιβιώσεως τοῦ λήπτη. Ὁ σκοπὸς δὲν εἶναι νὰ ζήσει ὁ λήπτηςּ ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ δώσει ὁ δότης. Ὁ λήπτης λαμβάνει θνητὸ σῶμαּ ὁ δότης δίνει ἀπὸ τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Ὅσο ἀνώτερη εἶναι ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τόσο μεγαλύτερο εἶναι τὸ πνευματικὸ ὄφελος τοῦ δότη ἀπὸ τὸ βιολογικὸ κέρδος τοῦ λήπτη. «Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» (Πραξ. κ´ 35).
β) ῾Η δωρεὰ ὀργάνου πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ περιλαμβάνει τὴν «συνειδητὴ συναίνεση» τοῦ δότη, δηλαδὴ ὁ δότης πρέπει ἐν ἐπιγνώσει, ἐλεύθερα καὶ ἀβίαστα νὰ ἔχει συγκατατεθεῖ στὴν ἀφαίρεση τῶν ὀργάνων του, ἂν τυχὸν ἀπὸ κάποια αἰτία καταστεῖ ἐγκεφαλικὰ νεκρός. Ὁ δότης πρέπει νὰ ἐνεργεῖ ὡς δωρητής. Καὶ
γ) ῾Η ᾿Εκκλησία μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὶς μεταμοσχεύσεις μόνο μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα ἀγάπης, συναλληλίας, ἐνίοτε αὐτοθυσιαστικοῦ φρονήματος, ἐξόδου ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῆς φιλαυτίας καὶ φιλοζωίας μας -ποτὲ ὠφελιμιστικῆς ἢ χρησιμο-θηρικῆς λογικῆς ποὺ ἀποξενώνει τὸν «δότη» ἀπὸ τὴν προσφορά του.
Κατόπιν τούτων, οἱ μεταμοσχεύσεις προσεγγίζονται ὡς ἀφορμὴ μετάδοσης ζωῆς σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους, κυρίως ὅμως ὡς εὐκαιρία μετάγγισης πνευματικοῦ ἤθους στὴν κοινωνία.
γ. ῾Ο ρόλος τῆς ἰατρικῆς
6) ῾Η ἰατρικὴ φροντίζει γιὰ τὴν ἀποκατάσταση ἢ τὴ βελτίωση τῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου καὶ κατ’ ἐπέκταση γιὰ τὴν παράταση τῆς ζωῆς του. Ἡ θεολογία δὲν ἐμποδίζει τὴν ἰατρικὴ στὴν προσπάθεια αὐτή, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀγνοεῖ τὴ σχετικότητά της. Παράλληλα, προβάλλει καὶ ὁρισμένες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ὀρθὴ ἀνάπτυξη καὶ ἄσκησή της. Οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς εἶναι δύο: α) ῾Ο σεβασμὸς τοῦ προσώπου καὶ β) ἡ ὠφέλεια τοῦ πλησίον.
7) Ἐπίσης ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ ἰατρικὲς ἔρευνες, πρέπει νὰ ἐπιτελοῦνται μέσα στὰ πλαίσια τῶν ἰατρικῶν καὶ βιοηθικῶν δεοντολογικῶν κανόνων, οἱ ὁποῖοι προστατεύουν τὸν ἄνθρωπον ὡς προσωπικότητα. Οἱ γιατροὶ πρέπει νὰ ἐργάζονται μὲ ταπείνωση καὶ βαθύτατη αἴσθηση ὅτι εἶναι ὄργανα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐξυπηρέτηση τοῦ ἀνθρώπου.
δ. ῾Η δυνατότητα προσφορᾶς ὀργάνων
8) ῾Η ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο δὲν μᾶς χαρίζεται γιὰ νὰ βιώνουμε τὴν φιλαυτία καὶ τὴν κτητικότητά μας, ἀλλὰ μᾶς προσφέρεται γιὰ νὰ εἶναι τόσο δική μας ὥστε νὰ μποροῦμε ἀκόμη καὶ νὰ τὴν προσφέρουμε μὲ ἀγάπη. ῾Ο καλύτερος τρόπος ἐπιστροφῆς της στὸν Θεὸ εἶναι ἡ προσφορά της ἀπὸ ἀγάπη στὸν πλησίον· «οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον» (Ἅγιος Μακά-ριος Αἰγύπτιος).
9) Τὸ φρόνημα καὶ ἡ διάθεση τῆς αὐτοπροσφορᾶς ἀποτελοῦν τὸν πνευματικὸ ἄξονα τῆς ἠθικῆς τῆς ᾿Εκκλησίας στὸ θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων. ῾Ο ἀποστολικὸς λόγος «ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε· καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι» (Α´ ᾿Ιω. γ´ 16) διαλύει κάθε ἀμφιβολία γιὰ τὸ ὅτι ἡ προσφορὰ τῆς ζωῆς, καὶ συνεπῶς καὶ ἡ δωρεὰ σώματος, δὲν εἶναι πράξεις αὐτοκτονίας ἢ εὐθανασίας, ἀλλά μποροῦν νὰ ἀποτελοῦν ἐκφράσεις τῆς «μείζονος ἀγάπης», περὶ τῆς ὁποίας κάνει λόγο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κατὰ τὴν παράδοση τῶν τελευταίων Του ὑποθηκῶν στοὺς μαθητές·«μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (᾿Ιω. ιε´ 13). ῾Η προσφορὰ τῆς ζωῆς εἶναι τὸ μείζων· ἡ προσφορὰ τῶν ὀργάνων εἶναι τὸ εὐλογημένο ἔλασσον. Οἱ παραπάνω ἁγιογραφικὲς ἀνα-φορὲς μεταθέτουν τὸ ἠθικὸ πρόβλημα ἀπὸ τὸν σχολαστικὸ προσδιορισμὸ τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου στὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐλεύθερη ἔκφραση τοῦ αὐτεξουσίου.
10) Στὴν περίπτωση λοιπὸν ποὺ κάποιος ἐπιθυμοῦσε νὰ προσφέρει τὰ ὄργανά του, ἀκόμη κι ἂν ὁ ἐγκεφαλικὸς θάνατος δὲν ταυτιζόταν μὲ τὸν ὁριστικὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, μαζὶ μὲ τὰ ὄργανά του θὰ εἶχε προσφέρει καὶ τὴ ζωή του. ῾Η πράξη του δὲν θὰ περιεῖχε μόνο τὸ στοιχεῖο τῆς προσφορᾶς, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τῆς αὐτοθυσίας.
11) ῾Η ᾿Εκκλησία εὐνοεῖ καὶ ἐνθαρρύνει τὴν προσφορὰ ἑνὸς ἀπὸ τὰ διπλᾶ μας ὄργανα (νεφρά) ἢ ἱστῶν (δέρματος, μυελοῦ τῶν ὀστῶν, αἵματος), ἀπὸ ζῶντα δότη.
ε. Περὶ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου
12) ῾Η ᾿Εκκλησία σέβεται καὶ ἐμπιστεύεται τὴν ἰατρικὴ ἔρευνα καὶ κλινικὴ πράξη. Γι᾿ αὐτό, ἂν καὶ δὲν εἶναι ἁρμόδια, θὰ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὴν διεθνῶς ὁμόφωνη ἄποψη ὅτι ὁ ἐγκεφαλικὸς θάνατος ταυτίζεται μὲ τὸ ἀμετάκλητο βιολο-γικὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου.
῾Ο ἐγκεφαλικὸς θάνατος ἀποτελεῖ γεγονὸς ὁριστικῆς καὶ ἀνεπίστρεπτης καταστροφῆς τοῦ ἐγκεφάλου καὶ κατάσταση πλήρους ἀπώλειας αἰσθήσεων καὶ συνειδήσεως. Κατ’ αὐτὸν ἡ ἀναπνευστικὴ λειτουργία συντηρεῖται μόνον μηχανικά, ἡ δὲ διακοπὴ τῆς τεχνητῆς ὑποστηρίξεως ὁδηγεῖ σὲ σχεδὸν ἄμεση παύση καὶ τῆς καρδιακῆς λειτουργίας.
13) Αὐτὸ ποὺ στὴν οὐσία κάνει ἡ τεχνητὴ ὑποστήριξη τῆς ἀναπνοῆς εἶναι ὅτι προσωρινὰ ἀναχαιτίζει τὴν διαδικασία ἀποσυνθέσεως τοῦ σώματος ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς.
14) ῾Ο ἐγκεφαλικὸς θάνατος πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διαφοροποιηθεῖ ἀπὸ τὴν φυτικὴ κατάσταση -ποὺ συνήθως ὀνομάζεται «κλινικὸς θάνατος». Κατ’ αὐτήν, τὸ ἐγκεφαλικὸ στέλεχος λειτουργεῖ καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν ἀπαιτεῖται τεχνητὴ ὑποστήριξη.
15) ᾿Επειδὴ ὑπάρχει πάντοτε ὁ κίνδυνος -σὲ μεμονωμένες εὐτυχῶς περιπτώσεις-, ἀπροσεξίας, λάθους ἢ καὶ ἀσέβειας πρὸς τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἡ ᾿Εκκλησία μαζὶ μὲ τὴν πλειοψηφία τοῦ ἰατρικοῦ καὶ νοσηλευτικοῦ κόσμου καὶ τῶν ἁρμοδίων κοινωνικῶν φορέων, ἀπαιτεῖ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἀκριβοῦς τηρήσεως τῶν διεθνῶς ἀποδεκτῶν κριτηρίων διαγνώσεως τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου. ῎Ετσι:
α) εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τεκμηριωμένη καὶ σαφὴς διαπίστωση τῶν αἰτίων τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου.
β) ῾Η πιστοποίηση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου πρέπει νὰ γίνεται ἀπὸ ἐπιτροπὴ εἰδημόνων ποὺ νὰ μὴν ἔχουν καμμία σχέση ἐξαρτήσεως ἀπὸ τὶς μεταμοσχευτικὲς ὁμάδες καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὑφισταμένων κλινικῶν καὶ ἐργαστηριακῶν κριτηρίων.
γ) Τὰ κριτήρια τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου δὲν εἶναι ἐπαρκῆ ἂν εἶναι μόνον κλινικά. Πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ ἐργαστηριακά (ἀξονικὴ τομογραφία καὶ ἕνα ἠλεκτροεγκεφαλογράφημα) ὥστε νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ, κατὰ τὸ δυνατόν, ὄχι μόνο ἡ παύση τῶν λειτουργιῶν τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους, ἀλλὰ καὶ τοῦ φλοιοῦ. ῞Οπου δὲν ὑπάρχει ἐμφανὴς αἰτία ἐγκεφαλικῆς βλάβης πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνονται οἱ ἐξετάσεις γιὰ μεγαλύτερη ἐπιβεβαίωση, ἀκόμη κι ἂν αὐτὴ ἡ καθυστέρηση ὁδηγεῖ σὲ ἀπώλεια τῶν ὀργάνων.
δ) Πρὶν ἀπὸ τὶς δοκιμασίες τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου θὰ πρέπει νὰ ἔχουν προηγηθεῖ οἱ βιοχημικὲς ἐξετάσεις ποὺ νὰ παρουσιάζουν φυσιολογικὲς τιμὲς (ὄχι οὐρία οὔτε ἠλεκτρολυτικὲς διαταραχές). ᾿Επίσης γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ὁ ἐγκεφαλικὸς θάνατος πρέπει νὰ ἔχουν παρέλθει τουλάχιστον 24 ὧρες ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦ συμβάντος.
16) ῾Ο ἔλεγχος ἂν κάποιος εἶναι δότης (δηλαδὴ ἂν ὑπάρχει συναίνεση) πρέπει νὰ γίνεται μετὰ τὴν ὁριστικὴ διάγνωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου, ὥστε αὐτὴ νὰ εἶναι κατὰ τὸ δυνατὸν ἀμερόληπτη καὶ ἀνεπηρέαστη.
17) Σύμφωνα μὲ ὅλα τὰ παραπάνω, ἡ δωρεὰ ὀργάνων ἀπὸ ἐγκεφαλικὰ νεκροὺς δότες καθὼς καὶ ἡ νηφάλια καὶ συνειδητὴ ἀπόφαση ὑγιοῦς ἀνθρώπου νὰ προσφέρει κάποιο ὄργανό του σὲ πάσχοντα συνάνθρωπο, ὡς πράξεις φιλαλληλίας καὶ ἀγάπης, εἶναι σύμφωνες μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὸ φρόνημα τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
στ. Περὶ συνειδητῆς καὶ εἰκαζομένης συναινέσεως
18) Ἡ δωρεὰ προϋποθέτει τὴν «συνειδητὴ συναίνεση» τοῦ δότη σ᾿ αὐτὸ ποὺ κάνει. Κάθε τι ποὺ «εἰκάζει» τὴν βούλησή του ἀποτελεῖ παρέμβαση στὸ αὐτεξούσιο καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει ἀποδεκτό.
19) ῾Η «συνειδητὴ συναίνεση» ἀποτελεῖ πράξη αὐταπάρνησης, καὶ ἀγάπης, ποὺ συνδέει τὸν δωρητὴ μὲ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου του, ποὺ ἐπισυμβαίνει μὲ τρόπο τραγικὸ καὶ σὲ σχετικὰ νεαρὴ ἡλικία. Ἐπίσης ἐνέχει τὶς ἀρετὲς τῆς ἀνιδιοτέλειας, τῆς ἄρνησης τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων, τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τοὺς ἄλλους, τῆς αὐτοπροσφορᾶς καὶ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ φρόνημα τῆς φιλοζωίας.
20) Ἡ ᾿Εκκλησία, ἀσκώντας τὴν μεταμοσχευτικὴ ποιμαντική της, ἴσως ἐξασφαλίσει ἕναν ἀριθμὸ μοσχευμάτων καὶ συντελέσει ἔτσι στὴν ἐπιβίωση ἀντίστοιχων ἀνθρώπων (ἀνάλογα μὲ τὸ ποσοστὸ ἐπιτυχίας τῶν μεταμοσχευτικῶν ἐπεμβάσεων). Μὲ τὴν προϋπόθεση ὅμως τῆς συνειδητῆς συναινέσεως, αὐτοὶ ποὺ πνευματικὰ καλλιεργοῦνται εἶναι πολλοὶ περισσότεροι -ὅσοι ἔχουν συνειδητὰ δώσει τὴν συναίνεσή τους. Ἀπὸ αὐτοὺς θὰ προέλθουν οἱ ὁπωσδήποτε λιγότεροι δότες. ῾Η ᾿Εκκλησία δὲν εἶναι στραμμένη μόνο στοὺς πραγματικοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς δυνητικοὺς δότες.
῾Ο δότης μπορεῖ μὲν νὰ ὠφελεῖ μὲ τὴν προσφορά του, ὠφελεῖται ὅμως κυρίως μὲ τὴν πράξη τῆς συναίνεσής του. Σώζει βιολογικὰ μὲν τὸν λήπτη πνευματικὰ δὲ τὸν ἑαυτό του.
21) ῾Η συναίνεση δὲν εἶναι κάτι δευτερεῦον ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπισκιασθεῖ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη πράξη (π.χ. ἀπογραφή, ἔκδοση ταυτότητος κ.τ.λ.). Θὰ πρέπει ἡ δήλωσή της νὰ εἶναι ἐλευθέρα καὶ ἀπόλυτα συνειδητή, καρπὸς ὥριμης σκέψης. Γι᾿ αὐτό, καλὸ θὰ ἦταν νὰ διατυπώνεται ἐντελῶς ἀνεξάρτητα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη κοινωνικὴ πράξη καὶ μὲ τὴν προϋπόθεση τῆς σωστῆς καὶ ἀβίαστης ἐνημερώσεως.
ζ. Περὶ συγγενικῆς συναινέσεως
22) ῾Η ᾿Εκκλησία ὑπὸ ὅρους καὶ κατ’ οἰκονομία, μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς ἱερότητος τῶν συγγενικῶν δεσμῶν καὶ τῆς ἐπιδιωκόμενης καλλιέργειας τῶν σχέσεων κοινωνίας, θὰ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ καὶ τὴν ὑποκατάσταση τῆς βουλήσεως τοῦ δότη ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς, βέβαια μὲ τὸ δεδομένο ὅτι αὐτὴ δὲν ἀντιτίθεται πρὸς τὴν δική του. ῾Η πρόνοια γιὰ τοὺς οἰκείους ἀποτελεῖ ἔκφραση πίστεως (Α´ Τιμ. ε´ 8), οἱ δὲ ἐγγενεῖς ὑποχρεώσεις ἀπέναντί τους ἀπόδειξη ἱερῶν συγγενικῶν δικαι-ωμάτων.
Γιὰ τοὺς συγγενεῖς ἡ ζωὴ τοῦ δότη καὶ ἡ τιμὴ τοῦ σώματός του ἴσως νὰ ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία ἀπ᾿ ὅ,τι γιὰ τὸν ἴδιο. Μὲ δεδομένη τὴν ἀγάπη, ἡ ἀπόφαση τῆς δωρεᾶς τοῦ σώματος τοῦ ἄλλου ἴσως νὰ εἶναι καὶ δυσκολότερη ἀπὸ αὐτὴν τῆς δωρεᾶς τοῦ δικοῦ μας σώματος. ῾Υπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ὁ πραγματικὸς δότης εἶναι οἱ συγγενεῖς.
23) Ἐπειδὴ στὴν κοινωνία καὶ ἐποχή μας τὰ πάσης φύσεως συμφέροντα, ἰδίως τὰ οἰκονομικά, συχνὰ παρεμβάλλονται μὲ βέβηλο τρόπο ἀκόμη καὶ στὶς ἱερότερες τῶν σχέσεων, ὁ νόμος θὰ πρέπει νὰ προνοεῖ γιὰ τὴν ἀποφυγὴ κάθε ὑποψίας ἐμπορευματοποίησης τῶν μοσχευμάτων ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς.
24) Εὐχῆς ἔργον θὰ ἦταν, κατὰ τὴν ὁποιαδήποτε διαδικασία ἐνυπογράφου συναινέσεως, νὰ μποροῦσε ὁ δότης νὰ ἐκχωρήσει ἐκ τῶν προτέρων τὸ δικαίωμα διαθέσεως τοῦ σώματός του στοὺς συγγενεῖς του.
η. Οἱ ἐπιφυλάξεις τῆς ᾿Εκκλησίας
25) ᾿Επειδὴ ἡ ἐξέλιξη τῶν ἐπιστημῶν ἐπικοινωνίας καὶ πληροφορικῆς (διαδίκτυο, τήρηση μηχανογραφικῶν ἀρχείων μὲ εὐρύτατο φάσμα δεδομένων καὶ περιορισμένη δυνατότητα ἐλέγχου κ.ἄ.) ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ ἡ πνευματικὴ πενία τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν ἀφ᾿ ἑτέρου εἶναι δυνατὸν νὰ ὁδηγήσουν σὲ κακοποίηση, ἐκμετάλλευση ἢ καὶ θυσία τῶν μεταμοσχεύσεων στὸν βωμὸ τῶν μεγάλων οἰκονομικῶν συμφερόντων, ἡ ᾿Εκκλησία ὀφείλει νὰ προστατεύσει τὸν θεσμό, τὴν πράξη καὶ τὰ ἐμπλεκόμενα πρόσωπα ἀπὸ ἐνδεχόμενη βεβήλωση (βεβιασμένη διάγνωση ἢ προχειρότητα στὴν τήρηση τῶν κριτηρίων τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου, ἐμπορευματοποίηση ἢ συναλλαγή οἱασδήποτε φύσεως σχετικὰ μὲ τὴν προσφορὰ ὀργάνων, ἐπιλογὴ ληπτῶν ἐπὶ τῆ βάσει ρατσιστικῶν κριτηρίων, παραβιάσεις τῶν καταστάσεων ἀναμονῆς, κ.λπ.).
26) Πρὸς ἀποφυγὴν τῶν παραβιάσεων τῶν καταστάσεων ἀναμονῆς, πρέπει νὰ γίνει ἀρχεῖο ἐγγραφῆς δοτῶν ἐπὶ μηχανογραφικῆς βάσεως, τὸ ὁποῖο νὰ ἐλέγχεται ἀπὸ κεντρικὸ ἀδιάβλητο μηχανισμό.
27) ᾿Ενῶ ἡ διεθνὴς καὶ ἑλληνικὴ νομοθεσία, γιὰ νὰ προστατεύσει τὶς μεταμοσχεύσεις ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς ἐμπορικῆς συναλλαγῆς, ἐπιβάλλει τὴν ἀνωνυμία τοῦ λήπτη καὶ τοῦ δότη καὶ ἀπαγορεύει τὴν δωρεὰ ὀργάνου σὲ προκαθορισμένο ἀπὸ τὸν δότη φιλικὸ ἢ συγγενικὸ πρόσωπο (ἐξαίρεση οἱ μεταμοσχεύσεις νεφρῶν ἀπὸ ζῶντα δότη), κάτι τέτοιο δὲν ἀντιτίθεται κατ᾿ ἀνάγκην στὴν ἠθικὴ τῆς ᾿Ορθοδόξου Χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας.
28) ῾Η ᾿Εκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ συγκατατεθεῖ στὴν ἀφαίρεση ὀργάνων ἀπὸ βρέφη μὲ συγγενῆ ἀνεγκεφαλία. Τέτοιοι δότες εἶναι πολλοὶ σπάνιοι, πράγμα ποὺ περιορίζει τὶς ἐλπίδες τῶν ληπτῶν-βρεφῶν. Παρὰ ταῦτα τὰ ἀνεγκέφαλα βρέφη ἐπειδὴ δὲν στεροῦνται στελέχους δὲν εἶναι ἐγκεφαλικῶς νεκρὰ καὶ ἐπειδὴ στεροῦνται συνειδήσεως δὲν ἔχουν τὴ δυνατότητα τῆς συναινέσεως -καὶ φυσικὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν εἰκάσει. Αὐτὸ δημιουργεῖ νομικὸ κώλυμα στὴν ἀφαίρεση ὀργάνων. ᾿Επὶ πλέον, ἡ κοινωνία πρέπει νὰ ἀρνηθεῖ κάθε ὠφελιμιστικὴ θεώρηση αὐτῶν τῶν βρεφῶν. ῾Η ἀνάγκη σεβασμοῦ πρὸς αὐτὰ δὲν ἀφήνει περιθώρια ὥστε τὸ πέρασμά τους ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ εἶναι ἐντελῶς χρηστικό.
29) Σχετικὰ μὲ τὸ ἐνδεχόμενο χρήσης τεχνητῶν ὀργάνων ἢ καὶ ξενο-μοσχευμάτων (γενετικὰ ἐπεξεργασμένων μοσχευμάτων ἀπὸ ζῶα), ὅπως καὶ προϊόντων κλωνοποίησης, ἐπειδὴ ἡ ἔρευνα δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσει σαφῆ ἐπὶ τοῦ παρόντος ἀποτέλεσματα καὶ ἡ πορεία της δὲν εἶναι εὐκρινής, ἡ ᾿Επιτροπὴ Βιοηθικῆς ἐπιφυλάσσεται νὰ παρουσιάσει ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ τὶς θέσεις καὶ ἀπόψεις της ἐπ’ αὐτοῦ.
30) ῾Υπάρχει ὁ κίνδυνος, στὸ ἄμεσο μέλλον, μὲ τὴν χαλαρὴ διεθνῶς ἠθικὴ ἀπέναντι στὴν εὐθανασία καὶ τὴν τάση νομοθετικῆς κατοχυρώσεώς της, οἱ μεταμοσχεύσεις νὰ συνδυασθοῦν μὲ τὴν εὐθανασία. ῎Ετσι, ἄτομα ποὺ θὰ ἐπιλέγουν αὐτὸν τὸν τρόπο τερματισμοῦ τῆς ζωῆς τους ἐνδεχομένως θὰ καθίστανται καὶ δωρητὲς ὀργάνων. Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἐπὶ πλέον λόγος ποὺ ἡ νομοθεσία τῶν μεταμοσχεύσεων θὰ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ διαθέτει ὑψηλὸ ἰδεολογικὸ ὑπόβαθρο.
θ. Κριτικὴ τοῦ νέου νόμου περὶ μεταμοσχεύσεων
᾿Ενῶ ἡ ᾿Εκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἰδέα τῶν μεταμοσχεύσεων, ἀδυνατεῖ νὰ συμφωνήσει μὲ τὴν πρόσφατη νομοθετικὴ κατοχύρωσή τους στὴ χώρα μας, ἡ ὁποία κυριαρχεῖται ἀπὸ χρησιμοθηρικὴ ἀντίληψη καὶ στενὸ ὀρθολογισμό. ῾Ο μόνος τρόπος προστασίας τῆς ἠθικῆς καὶ πρακτικῆς τῶν μεταμοσχεύσεων ἀπὸ τὸ ἐνδεχόμενο κακοποιήσεώς της εἶναι ἡ σχετικὴ νομοθεσία νὰ εἶναι σαφής, μελετημένη, ἰδεολογικὴ καὶ ὄχι χρησιμοθηρική.
31) Στὸν προσφάτως ψηφισθέντα νόμο, ὁ νομοθέτης ἑρμηνεύει τὴν «μὴ ἄρνηση» τῶν συγγενῶν ὡς συναίνεση τοῦ δότη (῎Αρθρ. 12, παρ. 4). Τὰ ὄργανα ἀφαιροῦνται ὄχι ὅταν συναινοῦν, ἀλλὰ ὅταν «δὲν ἀντιτίθενται» οἱ συγγενεῖς. Οἱ μεταμοσχεύσεις δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ στηριχθοῦν σὲ μιὰ «μὴ ἄρνηση», καὶ μάλιστα τῶν συγγενῶν, τὴν στιγμὴ ποὺ ὅλοι ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν συγκατάθεση, καὶ μάλιστα τοῦ δότη.
32) Στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ ἔλλειψη ἢ ἡ μὴ ἐξεύρεση συγγενῶν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς «μὴ ἄρνηση». Συνεπῶς, κάθε ἐγκεφαλικὰ νεκρὸς ἀλλοδαπός, λαθρομετανάστης, ἄγνωστος καὶ ἐγκαταλελειμμένος, ἀθίγγανος κ.τ.λ., -ὁ ἀριθμὸς τῶν ὁποίων δὲν εἶναι καθόλου εὐκαταφρόνητος, καὶ τῶν ὁποίων οἱ συγγενεῖς εἴτε δὲν βρίσκονται στὴν ῾Ελλάδα, εἴτε δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀνευρεθοῦν- ἢ ὅποιος βρεθεῖ μόνος στὸ νοσοκομεῖο μετὰ ἀπὸ τροχαῖο ἀτύχημα ποὺ δὲν ἔχει γίνει ἀμέσως ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του θὰ θεωρεῖται αὐτομάτως δότης. Θὰ πρέπει ἄραγε στὴ δυστυχία τῆς μοναξιᾶς τους νὰ προσθέσουμε καὶ τὴν αὐθαίρετη ἀφαίρεση τῶν ὀργάνων τους; ῾Ο νόμος τῆς «μὴ ἄρνησης» λοιπὸν ἀποτελεῖ ἐκβιασμὸ τῆς συνειδήσεως.
33) ῾Η «συναίνεση» δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴ «μὴ ἄρνηση». Τὸ «δίνω κάτι δικό μου» εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ «μοῦ παίρνουν κάτι ποὺ μοῦ ἀνήκει». Στὴ δεύτερη περίπτωση ἡ βούληση τῆς πολιτείας καὶ κοινωνίας ὑποκαθιστᾶ ὡς ἀγαθὸ τὴν ἔκφραση τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας.
34) Τὸ κράτος δὲν ἔχει κανένα δικαίωμα εἰσχωρήσεως στὴν ἰδιωτικὴ σφαῖρα τῆς ζωῆς τῶν πολιτῶν. Μία τέτοια ἐνέργεια ἀντιβαίνει στὰ ἄρθρα 2, παρ. 1 (περὶ τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας) καὶ 5, παρ. 1 (περὶ τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀτόμου) τοῦ συντάγματος.
35) Δὲν μπορεῖ ἐπίσης νὰ ὑποχρεώνει τὸν πολίτη νὰ ἐκφέρει γνώμη χωρὶς νὰ κατοχυρώνει τὸ δικαίωμά του νὰ μὴν ἐκφέρει. Ποιὲς οἱ ἐπιπτώσεις ἂν ὁ πολίτης ἀρνηθεῖ νὰ ἐκφράσει τὴν βούλησή του;
36) ῾Η ὑποκατάσταση τοῦ ὅρου «ἐγκεφαλικὸς θάνατος» μὲ τὸ «νέκρωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους» θεωρεῖται ἰατρικὰ ἀμφιλεγόμενη καὶ ἰδεολογικὰ ὕποπτη. Ἡ διαπίστωση τῆς παύσης τῶν λειτουργιῶν ὄχι μόνο τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους ἀλλὰ καὶ τοῦ φλοιοῦ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀνεπίστρεπτη παύση ὅλων τῶν ἐγκεφαλικῶν λειτουργιῶν καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἐπιβεβλημένη.
37) ῾Η διὰ νόμου ὑποχρεωτικὴ διακοπὴ τῆς μηχανικῆς ὑποστήριξης τῆς ἀναπνευστικῆς λειτουργίας σὲ περίπτωση ἐγκεφαλικὰ νεκροῦ ἀτόμου ποὺ δὲν εἶναι δότης (῎Αρθρ. 12, παρ. 6) εἶναι πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ ἀντιδεοντολογική. ῾Ο νόμος πρέπει νὰ κατοχυρώνει τὸν γιατρὸ πού, γιὰ λόγους συνειδήσεως, δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ διακόψει τὸν μηχανικὸ ἀερισμὸ καὶ φυσικὰ ὄχι νὰ τὸν τιμωρεῖ (῎Αρθρ. 20, παρ. 1).
38) ῾Η δυσκολία τῶν συγγενῶν νὰ συναινέσουν στὴ δωρεὰ τοῦ σώματος, ποὺ ὀφείλεται σὲ προσωπικοὺς, συναισθηματικοὺς ἢ καὶ φιλοσοφικοὺς λόγους, πρέπει νὰ γίνεται ἀπόλυτα σεβαστὴ καὶ ὄχι νὰ ἀντιμετωπίζεται ἐκβιαστικὰ μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς διακοπῆς τῆς μηχανικῆς ὑποστήριξης (῎Αρθρ. 12, παρ. 6).
ι. Ποιμαντικὲς δυνατότητες τῆς ᾿Εκκλησίας
39) Μὲ βάση τὶς παραπάνω ἀρχές, ἡ ᾿Εκκλησία ὀφείλει νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν ἀρχῶν της, τὸν θετικὸ ἐπηρεασμὸ τῆς μεταμοσχευτικῆς πολιτικῆς καὶ νὰ δημιουργήσει ἡ ἴδια μιὰ μεταμοσχευτικὴ πνευματικὴ παράδοση προσανατολισμένη πρὸς τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες προσφορᾶς αἰσθημάτων τοῦ δότη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἡ ἐξεύρεση μοσχευμάτων καὶ ἡ προώθηση τῶν μεταμο-σχεύσεων δὲν θὰ ἀποτελεῖ ἐπιδιωκόμενο σκοπὸ ἀλλὰ φυσικὸ ἀποτέλεσμα.
40) Ἡ ᾿Εκκλησία μπορεῖ νὰ ὀργανώσει προγράμματα ἀγωγῆς δοτῶν μὲ σκοπὸ τὴν καλλιέργεια σημαντικῶν ἀρετῶν μεταξὺ τῶν πιστῶν της (μνήμη θανάτου, αὐτοπροσφορά, θυσιαστικὸ φρόνημα κ.τ.λ.). Ἔτσι θὰ δίνει τὴ μαρτυρία τοῦ ἤθους της στὴ σύγχρονη κοινωνία μὲ ἕνα ἐντελῶς σύγχρονο τρόπο.
41) ῾Η ᾿Εκκλησία οὔτε τὴν ἀλήθεια θυσιάζει οὔτε τὸ πρόσωπο ὑποδουλώνει. ῍Αν κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει δωρητὴς τὸν εὐλογεῖּ ἂν δυσκο-λεύεται τὸν κατανοεῖ. Αὐτὴ εἶναι ἡ προστασία τοῦ προσώπου. Τὸ πνεῦμά της δὲν ὑποτάσσεται στὴν ἀνάγκη τῶν μεταμοσχεύσεων, ἀλλὰ ὑπηρετεῖ τὸν σεβασμὸ τοῦ προσώπου. Κυρίως τοῦ προσώπου ὡς δότου.
42) Ἐπίσης σέβεται καὶ πλήρως κατανοεῖ τὴν φυσικὴ ἐπιθυμία τῶν ἀσθενῶν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν λήψη τῶν μοσχευμάτων ἐπιθυμοῦν νὰ παρατείνουν τὸν χρόνο τῆς βιολογικῆς τους ζωῆς, καθὼς πιστεύει ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ συντελέσει στὴν πνευματική τους ὁλοκλήρωση καὶ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς ὕπαρξής τους.
43) Λόγῳ τοῦ πνευματικοῦ μεγέθους ποὺ ἐνέχει ἡ πράξη τῆς δωρεᾶς σώματος, πρὶν αὐτὸ συμβεῖ, καλὸ θὰ ἦταν ὁ ἱερεὺς τοῦ νοσοκομείου νὰ διαβάσει μιὰ κατάλληλη εὐχὴ ἢ νὰ τελέσει κάποια ἁγιαστικὴ πράξη (χρίση δι᾿ ἐλαίου, σταύρωμα κ.τ.λ.).
44) Σχετικὴ ἀγωγὴ πνευματικοῦ προσανατολισμοῦ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει καὶ γιὰ τὴν καλλιέργεια καὶ προετοιμασία τοῦ λήπτη, ὥστε νὰ μὴν νοιώθει μόνον ὡς ὁ εὐνοημένος ἀποδέκτης ἑνὸς μοσχεύματος, ἀλλὰ ὡς εὐλογημένος δέκτης τῆς ἀγάπης κάποιου ἄγνωστου συνανθρώπου καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
45) Συμπερασματικά, ἡ ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς δότες, τοὺς λῆπτες καὶ τοὺς γιατρούς πρέπει νὰ εἶναι τέτοια ὥστε μέσα ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους νὰ δοξάζεται ὁ Θεός, νὰ ὁλοκληρώνονται πνευματικὰ οἱ ἄνθρωποι, και ἡ ἀσθένεια ἢ παράταση ζωῆς νὰ ἀποτελέσουν προϋπόθεση ἐκπλήρωσης τοῦ βαθύτερου σκοποῦ τῆς δημιουργίας τους.
ια. Προτεινόμενη τακτικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας
46) Εἶναι κοινὴ πεποίθηση ὅτι ὁ λόγος καὶ ὁ ρόλος τῆς ᾿Εκκλησίας μας στὴν πορεία τῶν μεταμοσχεύσεων στὴν ῾Ελλάδα εἶναι κεντρικός. Οἱ μεταμοσχεύσεις εἶναι ἴσως ἕνα ἀπὸ τὰ λίγα θέματα στὰ ὁποῖα ἡ πολιτεία ἔχει τὴν ἄμεση ἀνάγκη τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτὸ δημιουργεῖ στὴν ᾿Εκκλησία οὐσιαστικὰ δικαιώματα καὶ μεγάλες ὑποχρεώσεις.
47) Δεδομένου ὅτι οἱ μεταμοσχεύσεις εὔκολα μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ κατάχρηση καὶ παραβίαση θεμελειωδῶν ἠθικῶν ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν καὶ ὑπάρχει τεράστια διαφορὰ ἤθους καὶ προσεγγίσεως μεταξὺ κοσμικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἀντιλήψεως τοῦ θέματος, ἡ ᾿Εκκλησία πρέπει νὰ εἶναι πολὺ προσεκτικὴ στὶς ἐνέργειές της καὶ φειδωλὴ στὰ λόγια της.
48) Στὴν συνεργασία της μὲ τὴν πολιτεία, ἡ ᾿Εκκλησία θέτει σαφεῖς ὅρους ὥστε νὰ μὴ χρεωθεῖ κοσμικὲς ἀποφάσεις καὶ ἐνέργειες ποὺ πιθανῶς θὰ γίνουν μὲ ἐντελῶς διαφορετικὸ πνεῦμα καὶ σκοπό. Τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ὀργανώσει ἡμέρα δότου ἢ ἐκστρατείας ὑποστήριξης τῶν μεταμοσχεύσεων, μὲ σκοπὸ τὴ συγκέντρωση τοῦ μεγαλύτερου δυνατοῦ ἀριθμοῦ μοσχευμάτων, θὰ τὸ ἀποφασίσει μόνον ἀφοῦ ὑπάρχουν σαφῆ ἐχέγγυα σεβασμοῦ τῶν ἀρχῶν καὶ ὅρων της.
49) ῾Η ἀπουσία ἐπίσημης ἐκκλησιαστικῆς τοποθετήσεως στὸ θέμα ὁδήγησε σὲ αὐθαίρετη εἴτε ἀποδοχὴ εἴτε ἀπόρριψη τῶν μεταμοσχεύσεων ἀπὸ συγκεκριμένα ἁρμόδια ἢ ἀναρμόδια ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα. Αὐτὸ ἔχει προκαλέσει σύγχυση, ἐνίοτε δὲ καὶ διχασμό, μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ τοῦ θεολογικοῦ κόσμου.
Στὴν παροῦσα φάση, ἡ ᾿Εκκλησία μὲ σαφήνεια ἀλλὰ σὲ χαμηλοὺς τόνους διακηρύττει ὅτι θὰ μποροῦσε, μέσα στὰ πλαίσια τῶν προαναφερθεισῶν θεολογικῶν ἀρχῶν, νὰ δεχθεῖ τὴν ἰδέα τῶν μεταμοσχεύσεων καὶ ὅτι μέσα ἀπὸ αὐτὲς θὰ τῆς ἦταν δυνατὸν νὰ ἀσκήσει τὴν ποιμαντικὴ καὶ νὰ διοχετεύσει τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος της.
Στὴ συνέχεια, θὰ προκαλέσει διάλογο καὶ εὐκαιρίες ἐνημέρωσης μέσα στοὺς κόλπους της (σεμινάρια πνευματικῶν, ὁμιλίες κ.τ.λ.), θὰ προσπαθήσει νὰ καλλιεργήσει πνεῦμα κατανοήσεως, συμφωνίας καὶ εὐρείας ἀποδοχῆς τῶν βασικῶν θεολογικῶν θέσεών της μεταξὺ τοῦ σώματος τῶν πιστῶν ὥστε νὰ ἐξαλειφθεῖ κάθε ἀδικαιολόγητος ἀρνητισμός.
Τρίτο βῆμα θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ ἔκδοση καὶ κυκλοφορία ἐνημερωτικῶν καὶ ἐπεξηγηματικῶν τῶν ἀπόψεών της φυλλαδίων ἢ καὶ ἡ διοργάνωση μεγάλης ἀνοιχτῆς ἡμερίδος διὰ τῆς ὁποίας θὰ διακηρύξει τὶς ἀπόψεις της στὴν κοινωνία μας.
Τελευταία ἐνέργεια θὰ εἶναι ἡ ἔκδοση συνοδικῆς ἐγκυκλίου, ἡ ὁποία θὰ ἐκφράζει τὴν ἐπιτομὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν θέσεων καὶ προτάσεων καὶ θὰ διατυπώνει μὲ σαφήνεια τὸ περίγραμμα καὶ τὴν πρακτικὴ τοῦ Ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ ἤθους στὸ θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων.
50) Σχετικὰ μὲ τὸν νέο νόμο, ἡ ᾿Εκκλησία διαχωρίζει τὴ θέση της, δίχως ἐμπάθεια ἀλλὰ μὲ σύνεση καὶ σαφήνεια, ὥστε οὔτε τὴν ὑπόθεση τῶν μεταμοσχεύσεων νὰ βλάψει οὔτε τὴ βαρύτητα τῶν ἀπόψεών της νὰ ὑποβιβάσει. Παράλληλα ἔχει δημοσιοποιήσει τὶς ἀπόψεις της στὰ σημεῖα ποὺ διατηρεῖ τὶς ἐπιφυλάξεις καὶ ἔχει τὶς ἀντιρρήσεις της. ᾿Επίσης ἔχει ἑτοιμότητα γιὰ ἄμεσες νομικὲς παρεμβάσεις καὶ θὰ ζητήσει τροπολογίες καὶ νομοθετικὲς βελτιώσεις, τέτοιες ποὺ θὰ διασφαλίζουν τὶς ἀρχὲς τῆς λογικῆς της καὶ θὰ ἐπιτρέπουν τὴν οὐσιαστικὴ συμπαράστασή της.
51) ᾿Απαραίτητος ὅρος συνεργασίας μὲ τὴν πολιτεία εἶναι ἡ τελευταία νὰ κατανοήσει ὅτι εἶναι ἐπιφορτισμένη μὲ τὴν τεράστια ὑποχρέωση νὰ προστατεύσει τὶς μεταμοσχεύσεις νομοθετικὰ καὶ πρακτικὰ ἀπὸ κάθε μορφῆς ἀσυνειδησία, χρησιμοθηρία ἢ καὶ χρηματικὴ ἐκμετάλλευση καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἐπιστη-μονικὴ ἀρτιότητα, ἐνημέρωση καὶ κατάρτιση τῶν ἁρμοδίων ἰατρῶν καὶ φορέων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ὁ δότης δὲν καταντάει θῦμα ποταπῶν συμφερόντων, ἀσεβείας ἢ ἐπιστημονικῆς ἐπιπολαιότητος καὶ ἀγνοίας.
52) ᾿Επὶ πλέον, ἡ ἰατρικὴ κοινότητα καὶ ἡ πολιτεία ὀφείλουν νὰ βοηθήσουν στὴν ἐπιβολὴ καὶ νομοθετικὴ κατοχύρωση τῶν ἀκριβεστέρων κριτηρίων τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου», ἡ πιστὴ τήρηση τῶν ὁποίων αὐστηρῶς νὰ ἐλέγχεται.
53) ᾿Επίσης, εἶναι ἀναγκαία ἡ ἵδρυση σοβαρῶν καὶ ἀξιοπίστων μεταμοσχευτικῶν κέντρων τὰ ὁποῖα νὰ διαθέτουν τὴν κατάλληλη ἐπιστημονικὴ καὶ τεχνολογικὴ ὑποδομὴ ὥστε ἡ λήψη τῶν ὀργάνων τοῦ δότη καὶ ἡ ἐν συνεχείᾳ μεταμόσχευσή τους στὸν κατάλληλο λήπτη νὰ γίνεται μὲ τὰ ὑψηλότερα ποσοστὰ ἐπιτυχίας καὶ τὶς λιγότερες ἀπώλειες.
54) Ἡ ᾿Εκκλησία θὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν συμμετοχή της δι’ ἐκπροσώπων της σὲ ἐπιστημονικὰ ἰατρικὰ συνέδρια σχετικὰ μὲ τὶς μεταμοσχεύσεις, ὥστε καὶ τὴ γνώση της νὰ ἀνανεώνει καὶ τὶς ἀρχές της νὰ προβάλλει.
55) Τέλος, ὁ ρόλος καὶ ἡ ἐκπροσώπησή της στὸ ᾿Εθνικὸ Συμβούλιο Μεταμοσχεύσεων -ἐφ’ ὅσον αὐτὸ συνεχίσει νὰ ὑφίσταται- καὶ στὸν ὑπὸ σύστασιν ᾿Εθνικὸ ᾿Οργανισμὸ Μεταμοσχεύσεων (Ε.Ο.Μ.) πρέπει νὰ εἶναι κεντρικὸς καὶ παρεμβατικὸς καὶ ὄχι εἰκονικὸς καὶ δευτερεύων. Σκοπός της εἶναι τὰ μεταμσχευτικὰ κέντρα νὰ λειτουργοῦν κατὰ τὸ δυνατὸν ἐπὶ τῆ βάσει τῶν ἰδικῶν της ἀρχῶν σεβασμοῦ, ἐλευθερίας καὶ ἀγάπης τοῦ προσώπου.
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ ΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΝ
ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ¹
ὑπό
Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας
Χρυσοστόμου Σαββάτου
Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ξεκινήσω τήν εἰσήγησή μου μέ μία διαπίστωση : Τό θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων καί τῆς δωρεᾶς ὀργάνων, δέν εἶναι θέμα ἠθικῆς συμπεριφορᾶς καί μόνον. Ἡ ὁποιαδήποτε ἄποψη περί μιᾶς δεοντολογικῆς ἠθικῆς, σύμφωνα μέ τήν ὁποίαν ἡ συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου ὑπαγορεύεται ἀπό τήν ἔννοια τοῦ καθήκοντος ἤ τῆς συμμόρφωσής του πρός τόν λεγόμενο ἠθικό νόμο, ἐνῶ ἀποδεικνύει ὅτι ἔχει ὡς ἠθικό κίνητρο ἀποκλειστικά καί μόνο τό σεβασμό στόν ἠθικό νόμο καί τίποτε ἄλλο, οὔτε τήν ἀγάπη, οὔτε τό ἄδολο συμφέρον, οὔτε τό ἐνδιαφέρον γιά τούς ἄλλους, οὔτε τή φιλευσπραγχνία, οὔτε ὁποιοδήποτε ἄλλο ποιοτικό χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπου, τίς περισσότερες φορές ἀποβαίνει ἀναποτελεσματική. Παράλληλα ἡ ἐκ τῶν προτέρων ὁποιαδήποτε ἠθική πρόταση ἤ ἀπόφαση, περί κάποιας ἀκολουθητέας ἠθικῆς, εἶναι φοβερά δύσκολη καί τίς περισσότερες φορές ὁδηγεῖ σέ ἀδιέξοδα.
Τό βασικό λοιπόν θέμα, σχετικά μέ τίς μεταμοσχεύσεις καί τή δωρεά ὀργάνων εἶναι ὑπαρξιακό, δηλαδή στάση ὕπαρξης καί ζωῆς καί ὄχι ἁπλά ἠθικῆς ἐπιλογῆς ἤ συμπεριφορᾶς. Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα, ἐάν ἡ δωρεά ὀργάνων ἀνθρωπίνου σώματος εἶναι ἐπιτρεπτή, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀπάντηση σέ ἕνα ἄλλο τριπλό ἐρώτημα˙ Τί εἶναι αὐτό τό ὁποῖο καθορίζει τή στάση μας ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο, τί εἶναι ζωή καί τί εἶναι ἄνθρωπος. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρκετά πολύπλοκη καί δύσκολη, γιατί ἡ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι κατά τή σύγχρο-νη ἀνθρωπολογική ἐπιστήμη, ἁπλῶς μιά ὑλική κατάσταση στήν ὁποία θά προστεθεῖ ὕστερα ἡ ψυχή καί τό πνεῦμα. Αὐτά εἶναι πολύ δυαλιστικά καί ἰδεαλιστικά καί τά ὁποῖα δέν ἰσχύουν πλέον σέ καμμιά ἐπιστήμη.
Ἡ ἀπάντηση στά ἐρωτήματα αὐτά εἶναι ἀρκετά περίπλοκη, γι’ αὐτό καί πρέπει νά θέσουμε ὁρισμένες ἀξιω-ματικές ἀρχές ὡς ἀφετηρίες.
α) Στόν ἄνθρωπο ἄν καί ἡ ψυχή του ἀποτελεῖ μέρος τοῦ ὀργανικοῦ στοιχείου του ἐντούτοις δέν καθορίζει ἀπό μόνη της τήν ταυτότητά του. Δέν βρίσκεται ὡς αὐθυπόστατη καί αὐθύπαρκτη, οὔτε μπορεῖ νά ἐπιβεβαιώσει τήν ὕπαρξή της ἀνεξάρτητα ἀπό τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Βρίσκεται σέ μία συνεχῆ, ἀδιάκοπη καί ὀργανική σχέση μέ τό σῶμα, ὁποιαδήποτε δέ διακοπή αὐτῆς τῆς σχέσης σώματος καί ψυχῆς σημαίνει «θάνατο», δηλαδή παύση τῆς ζωῆς. Ἡ «σύνθεση» δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου «τελειώνει» καί «οὐκέτι δύναται ἐνερ-γεῖν διά τῶν μορίων τοῦ σώματος, οὐ λαλεῖν, οὐ μιμνήσκεσθαι, οὐ διακρίνειν, οὐκ ἐπιθυμεῖν, οὐ λογίζεσθαι, οὐ θυμοῦσθαι, οὐ καθορᾶν» (Ἀναστάσιος Σιναΐτης).
Ἡ ἀλήθεια γιά τό τί εἶναι ἄνθρωπος δέν ἔγκειται μόνο στή ψυχή του οὔτε στήν ὀργανική ἑνότητα ψυχῆς, σώματος καί γιά κάποιους καί πνεύματος μόνο. Ἡ ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου δέν περιγράφεται οὔτε προσδιορίζεται ἀπό μία μονομερῆ ἔξαρση τῆς νοημοσύνης ἤ τοῦ ψυχισμοῦ, οὔτε ὡς μία ἀπολυτοποιημένη κατανόηση τῆς πνευματικῆς ἔναντι τῆς βιο-λογικῆς καί σωματικῆς διάστασής του, ἀφοῦ καί ὁ βιολογικός θάνατος, ὡς γεγονός ἀντικείμενο, ὡς φυσικό δηλαδή φαινόμενο, σχετίζεται μέ αὐτήν τήν ψυχοσωματική ἑνότητα.
Ἡ μονομερής αὐτή ἔξαρση τῆς νοημοσύνης ἤ τοῦ ψυχισμοῦ, ὁδηγοῦν σέ μία ἐλλειματική καί μονομερή κατανόηση τῆς βιολογικῆς, σωματικῆς, πνευματικῆς καί ψυχικῆς διάστασης τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ζωῆς του, ἐνῶ ἡ ὁποιαδήποτε κατάργηση ἤ ἀποδυνάμωση τοῦ στοιχείου τῆς σωματικότητας στόν ἄνθρωπο ἀντιβαίνει στήν ὀντολογική ἀλήθεια γιά τό τί εἶναι ἄνθρωπος.
Ἒτσι λοιπόν ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀναπτύξει τίς διανοητικές ἱκανότητές του μονομερῶς καί ἀνεξάρτητα ἀπό τό σῶμα του, καί ὡς «ζῶον λογικόν» σκεπτόμενο ὄν, καί νά θεωρεῖται χωρίς τήν ἀνάγκη τοῦ σώματός του καί νά παράγει νόηση (πρβλ. computers, internet). Ὑπ’ αὐτήν προοπτική ὅμως τῆς ἀπομόνωσης ὁ ἄνθρωπος διατρέχει ἴσως τόν μεγαλύτερο κίνδυνο, κατάργησης τοῦ σώματός του ἀκόμη ὡς ὀργάνου νόησης καί γνώσης. Τό σῶμα δηλαδή δέν μπορεῖ νά παρακολουθήσει τή νόηση, τήν γνώση καί τήν πληροφόρηση καί ἐπιπλέον τίθεται ἀξιολογικά σέ ὑποδεέστερη μοῖρα, ἡ ὁποία συνεπάγεται καί τήν ὑποτίμησή του.
β) Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δημιουργεῖται μαζί μέ τό σῶμα του καί τό σπουδαιότερο, ἡ ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου δέν «ἀναπαύεται αἰώνια» ἐάν δέν ἀνακτήσει τό συγκεκριμένο σῶμα της (Ἰεζεκιήλ).
γ) Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου χωρίς τήν ψυχή εἶναι πτῶμα ἀλλά καί ἡ ψυχή χωρίς τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι φάντασμα. Μέ βεβαιότητα δέν ἐκφράζει τήν ἀλήθεια καί τήν ταυτότητα τοῦ τί εἶναι ἄνθρωπος.
δ) Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου δέν καθορίζεται μόνο ἀπό τήν ψυχή του ἤ ἀπό τήν ὀργανική ἑνότητα ψυχῆς, σώματος καί πνεύματος ἀλλά καί ἀπό τήν ὑπαρξιακή σχέση του πρώτιστα μέ τόν Θεό, ἀφοῦ ἀπό τή πρώτη στιγμή τῆς δημιουργίας του ἐξαρτᾶται ἡ ὕπαρξή του καί ἡ διαιώνιση τῆς ζωῆς ἀπό τή σχέση κοινωνίας Θεοῦ Δημιουργοῦ καί δημιουργήματος. Αὐτή ἡ σχέση ὅταν καθίσταται διαρκής δίνει στόν ἄνθρωπο καί τή δυνατότητα τῆς «αἰώνιας ζωῆς», καί τότε ὁ ἄνθρωπος «καί ᾖρκται καί οὐ παύσεται» (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος).
ε) Τέλος ἡ κατανόηση τῆς ὕπαρξης ὡς ζωῆς ἐπιβε-βαιώνει ὅτι ἡ ἴδια ἡ ζωή δέν εἶναι αὐτοπροσδιοριζόμενη ἀλλά ἑτεροπροσδιοριζόμενη. Ἡ ὕπαρξη καί ἡ ζωή εἶναι σχέση γιατί τό εἶναι, ἡ ὕπαρξη δηλαδή, κατανοεῖται ὡς σχέση κοινωνίας, ἐνῶ καί τό τί εἶναι ἄνθρωπος ἐπίσης καθορίζεται ἀπό τήν σχέση αὐτή κοινωνίας, γιαυτό καί «ὁ ἑαυτῷ μόνῳ ζῶν» δέν εἶναι δυνατόν νά ὀνομαστεῖ «ἄνθρωπος» (Ἰωάννης Χρυσόστομος).
Ὡς ζωή λοιπόν δέν θεωρεῖται μία ἀτομική ἐπιβίωση ἀλλά ἡ ἀμεσότητα τῆς κοινωνίας καί τῆς σχέσης μέ τούς ἄλλους. Αὐτό δηλαδή πού εἶναι τελικά ὁ ἄνθρωπος στήν ὑπαρκτική του ἰδιαιτερότητα καί τό ὁποῑο τόν συγκροτεῖ καί τόν συνιστᾶ εἶναι ἡ σχέση ὡς κοινωνία καί ὄχι ἡ φύση του ἤ ἡ δομή του καθεαυτή καί ἀποκλειστικά.
- Τό σῶμα ἐπιπλέον μᾶς συνδέει μέ τό περιβάλλον μας καί μέ τούς ἄλλους γι’ αὐτό καί λαμβάνουμε «πεῖρα» (ἐμ-πειρία) τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξής μας.
Ἡ θέση ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι σῶμα καί δέν ἔχει ἁπλά σῶμα, ὑποδηλώνει ὅτι χωρίς τό φυσικό περιβάλλον καί κυρίως χωρίς τούς ἄλλους συνανθρώπους του παύει νά ὑπάρχει καί ὁ ἴδιος ὡς ἄνθρωπος. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς δημιουργίας ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο συνδέεται ἄρρηκτα μέ τόν Δημιουργό Θεό, τή δημιουργία ἀλλά καί μέ τόν ἄλλο ἄνθρωπο, τόν συν-άνθρωπο καί τόν περιβάλλοντα χῶρο, ὅπως καί μέ τόν χρόνο. Στό σημεῖο αὐτό ἐντοπίζεται καί τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τῆς πατερικῆς ἀνθρωπολογίας σχετικά μέ τή σημασία τῆς σχεσιακῆς ὕπαρ-ξης καί ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρός τήν ἴδια τή ζωή.
Τό σῶμα κατά τήν Ἁγ. Γραφή εἶναι τό μέσον, μέ τό ὁποῖο δηλώνουμε τήν παρουσία καί τήν διαθεσιμότητά μας ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τό σῶμα του διατίθεται στούς ἄλλους, σχετίζεται καί κοινωνεῖ καί ἄρα δέν μπορεῖ νά ζῆ αὐτονομημένα ἀλλά πάντοτε πρέπει νά βρίσκεται σέ σχέση κοινωνίας μέ τούς συνανθρώπους του καί συγχρόνως μέσα ἀπό αὐτήν τήν κοινωνία καί τή σχέση νά ἐπιβεβαιώνῃ τήν ὕπαρξή του ὡς προσφερόμενος.
Αὐτή ἡ σχεσιακή ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί μέ τό φυσικό του περιβάλλον, ὡς ἀναγκαία συνθήκη ὕπαρξης καί ζωῆς, ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τίς σύγχρονες θεωρίες τῆς φυσικῆς καί τῆς κοσμολογίας, ἀπό τή λεγόμενη δηλαδή «ἀνθρωπική ἀρχή» (anthropic principe), ὅπου δέν προσαρμόζεται μόνο ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο ἀλλά καί ὁ κόσμος στόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί ἀπό τήν ἴδια τήν γονιδιακή του χαρτογράφηση, μέ τήν ὁποία ἀποδεικνύεται ἀφενός ἡ μοναδικότητα τῆς «γονιδιακῆς του ταυτότητας» (κ. Ἀντωναράκης) καί ἀφετέρου ἡ ζωτική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό περιβάλλον του, ὡς μία σχέση ἀλληλοπροσδιοριστική, συνεχής καί ἀδιάκοπη, μέσα ἀπό τήν ὁποία κατανοεῖται ὄχι μόνο ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ φαινομένου τῆς ζωῆς γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἀλλά καί ἡ ἄριστη ἑρμηνευτική προσέγγιση τῆς ἐξελικτικῆς του ἀνάπτυξης καί διαφοροποίησης.
Αὐτή ἡ σχέση ἀλληλοεξάρτησης συνεπάγεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ζωή του βρίσκονται πάντοτε σέ μία σχέση ἀνάπτυξης, δημιουργίας καί διαιώνισης μέ τό φυσικό περιβάλ-λον, δίνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό ἕναν ἄλλον προορισμό καί μία ἄλλη προοπτική θεώρησης καί λειτουργίας τῆς ἴδιας τῆς ὕπαρ-ξής του.
Χωρίς τόν ἄνθρωπο ἡ δημιουργία θά ἦταν νεκρά καί ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό, τή δημιουργία καί τούς συνανθρώπους του, δηλαδή χωρίς τό περιβάλλον του, θά ἦταν μόνος καί ἄρα νεκρός, ἀνύπαρκτος καί ἀνυπόστατος, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ζῆ ἐπειδή συνυπάρχει μέ κάτι τό ὁποῖο εἶναι διαφορετικό καί ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του ἀπό τό ὁποῖο ἐξαρτᾶ καί τήν ὕπαρξή του. Εἶναι πλέον ἐπιστημονικά ἐπιβεβαιωμένο ὅτι ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό φυσικό του περιβάλλον θά «πεθάνει».
Μέ βάση αὐτή τή σχεσιακή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου κατανοεῖται καί ἡ ἔννοια τῆς «κίνησης», ὡς τό οὐσιῶδες χαρακτηριστικό τῆς ὕπαρξης ὡς ζωῆς καί ὡς ἕνα συνεχές γεγονός, σέ ἀντίθεση πρός τή «στάση» πού σημαίνει ἔλλειψη ζωτικότητας καί ἄρα θάνατο. Αὐτή ἡ «κινητικότητα» ὡς δυναμική ροπή πρός τόν ἄλλον, τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο, τήν κτίση καί τό περιβάλλον, δίνει τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά κατανοήσει ὅτι δέν ὑπάρχει ὡς κάτι τό μεμονωμένο ἀλλά ὅτι ἀποτελεῖ μέλος μιᾶς κοινωνίας-κοινότητας. Ὁ κόσμος δέν δημιουργεῖται, γιά νά παραμένει στάσιμος ἀλλά κτίζεται συνεχῶς (Γρηγόριος Νύσσης), νά κινεῖται συνεχῶς, δηλαδή δυναμικά μέσα στήν ἱστορία, νά ἀναγεννᾶται, δίνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό μία προοπτική μέλλοντος στήν ἴδια τή ζωή του. Αὐτή ἡ προοπτική δέν προσλαμβάνεται μόνο ὑπό τήν ἔννοια κάποιας ἰσόρροπης σχέσης βιολογικῶν καί φυσιοχημικῶν συστατικῶν ἀλλά κυρίως ὡς ἕνα γεγονός κινητικῆς καί ἀναφορικῆς σχέσης κοινωνίας πρός τούς «ἄλλους», τούς ἕτερους. Εἶναι γνωστόν ἄλλωστε ὅτι «ὑγεία» εἶναι ἡ συνεχής, ἰσορροπημένη καί ἀδιατάρακτη σχέση τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τό περιβάλλον του, σέ ἀντίθεση πρός τήν «ἀσθένεια», ἡ ὁποία κατανοεῖται ὡς μία ἀνισορροπία καί διαταραχή τῶν σχεσιακῶν ἰσορροπιῶν τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτόν του καί μέ τό περιβάλλον του.
Νομίζω ὅτι ὁ λόγος, ὅτι ὁ ἄνθρωπος «καί ᾖρκται καί οὐ παύσεται» περιγράφει ἀπόλυτα αὐτήν τήν σχεσιακή πορεία καί κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τό μέλλον, ἡ ὁποία πάντοτε εἶναι συνυφασμένη μέ τήν ἴδια τήν διαιώνιση καί τή διατήρηση τῆς ζωῆς, ὡς κατάσταση «ὑγείας» καί μακροζωΐας, ἐνῶ συγχρόνως προσδιορίζει καί τόν σκοπό τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς ὡς μία κίνηση αἰώνια καί ὡς μία πράξη ἀένναης δωρεᾶς, προσφορᾶς καί θυσίας.
- Τί σημαίνει ὅμως ἡ σχεσιακή κατανόηση τῆς ὕπαρξης ὡς ζωῆς καί μάλιστα ὡς ἕνα γεγονός δυναμικό, συνεχές καί αἰώνιο ;
α) Δέν ὑπάρχει ζωή ὅπου ὑπάρχει ἀτομικότητα. Ὁ ἄνθρωπος σχετίζεται πρώτιστα μέ τόν Θεό καί ἡ σχέση αὐτή «παράγει» ζωή, γι’ αὐτό καί παρέχει τή δυνατότητα νά ζήσει «αἰώνια». Ἡ ἐπιτυχία πρός ἐπίτευξη αὐτῆς τῆς «αἰώνιας ζωῆς» ἐξαρτᾶται ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἀφενός διαχειρίζεται τήν ἐλευθερία του καί ἀφετέρου κατανοεῖ τήν ἴδια τήν ὕπαρξή του, ὡς σχέση κοινωνίας πρός τούς ἄλλους, ὡς ζωή δηλαδή, καί σέ σχέση κοινωνίας μέ ὅτι εἶναι ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ πραγματική ζωή δέν συνεπάγεται μία ἀποκλειστική καί αὐτοδιαχειριζόμενη κατάσταση, ἀλλά ἕναν τρόπο ὕπαρξης καί ζωῆς, ὁ ὁποῖος ἐπειδή δέν ἀνήκει ἀποκλειστικά καί μόνο στόν ἄνθρωπο ἀλλά σέ ὅλους καί πρώτιστα στό Θεό καθιστᾶ τήν ἴδια τή ζωή «ἱερή». Ἡ ἱερότητα δηλαδή τῆς ζωῆς δέν ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά καί μόνο ἀπό τήν δημιουργική σχέση, ὡς σχέση αἰτίας καί αἰτία του πρός τόν δημιουργό Θεό, ἀλλά κυρίως ἀπό τήν ἀδιάκοπη καί αἰώνια σχέση τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τό σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία, ὅπου ὁ Ἕνας (ὁ Χριστός) ὑπάρχει γιά τούς πολλούς-ὅλους (ἀνθρώπους) καί οἱ πολλοί-ὅλοι (ἄνθρωποι) σχετίζονται μέ τόν Ἕναν (τόν Χριστό). Ὅσο ἡ σχέση αὐτή ἐπιβεβαιώνεται εὐχαριστιακά, τήν γευόμεθα δηλαδή ὡς κοινωνία, γίνεται «εἰς ζωήν αἰώνιον». Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἱερότητας τῆς ζωῆς ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά αὐτοδιαχειριστεῖ τή ζωή του κατά τό δοκοῦν ἤ νά ἐπιδιώξει τήν αὐτοκαταστροφή του. Αὐτό νοηματοδοτεῖ τήν ἀρνητική στάση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν προβλημάτων τῆς εὐθανασίας, τῆς αὐτοκτονίας, ἤ τῆς καύσης τοῦ σώματος τῶν νεκρῶν, ὅταν μάλιστα θεωροῦνται ἤ προσεγγίζονται ἐν ὀνόματι μιᾶς λανθασμένης ἀντίληψης «σεβασμοῦ» σέ ὁποιοδήποτε ἀτομικό δικαίωμα ἤ ἀτομική ἐλευθερία.
β) Ὑπάρχει ζωή ὅπου αὐτή μοιράζεται, γιατί ζωή πού δέν μοιράζεται εἶναι ζωή «κλεμμένη».
Ὁ ἄνθρωπος ἀνήκει σέ ὅλους τούς ἄλλους, τούς ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ του, γι’αὐτό καί μπορεῖ νά θυσιάζεται γι’αὐτούς (αὐτοθυσία) καί ἐπίσης νά προσφέρεται ἀκόμη καί σωματικά-βιολογικά, γιατί τό σῶμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἔχει λόγο ὕπαρξης μόνον ὅταν προσφέρεται πρός τούς ἄλλους, κυρίως δέ ὅταν εἶναι γιά νά διαιωνίσει τή ζωή, ἄλλως καθίσταται «σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία».
Ὑπ’ αὐτήν τήν προοπτική τῆς προσφορᾶς ὡς μεταμοσχευτική ἐνέργεια τῶν ὀργάνων, τῶν στοιχείων καί τῶν ὑγρῶν τοῦ σώματος τοῦ ἑνός ἀνθρώπου σέ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο δέν εἶναι ἁπλά μία πράξη ἠθικῆς ἐπιταγῆς ἀλλά ἀποτελεῖ μία κατεξοχήν ἀποκλειστική ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς τρόπου ἀγαπητικῆς προσφορᾶς πρός τόν ἄλλον ἄνθρωπο, εἶναι δηλαδή μία ὀντολογική κίνηση μέ «συνέπειες» ὑπαρξιακές καί γιά τόν δότη καί γιά τόν λύπτη. Εἶναι ἡ κίνηση πρός ζωή ὄχι μόνο στά ὅρια τῆς ἀποκλειστικότητας τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀλλά στή δυναμική ἑνός ἀνοίγματος καί πρός τούς ἄλλους, ἀφοῦ ὡς γνωστόν τίποτε δέν μᾶς ἀνήκει, οὔτε ἀκόμη καί τό σῶμα μας, γιαυτό καί τό προσφέρουμε στούς ἄλλους «ἵνα ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν».
γ) Ἡ ζωή εἶναι ὕπαρξη καί ὕπαρξη σημαίνει σχέση καί κοινωνία.
Εἶναι μία κοινωνία ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ἔμπρακτη θυσια-στική προσφορά ἀγάπης καί ἐλευθερίας μέσα ἀπό τήν ὁποία ἀναδεικνύεται ἡ ἀλήθεια, ὡς αἰώνια ζωή, ἀφοῦ ὅποιος ἀγαπᾶ ζῆ πραγματικά καί αἰώνια καί ὅποιος θέλει νά ζήσει συνεχῶς καί αἰώνια πρέπει νά ἀγαπᾶ πραγματικά. Μόνο τότε ἡ ζωή καθίσταται ἱερή, αἰώνια, πραγματική καί ἀληθινή ὅταν ἔμπρακτα ἀγωνίζεται γιά νά σχετιστεῖ κοινωνικά καί ἀγαπητικά μέ τόν ἄλλον. Τότε μόνο διακρίνεται ἀπό κάθε τι τό ψεύτικο, τό μή πραγματικό, τό ἐφήμερο καί ἄρα θνησιγενές.
- Σέ σχέση ὅμως πρός τήν ἔννοια τῆς ζωῆς καί τήν καταξίωσή της, στόν σύγχρονο κοινωνικό διάλογο, προβάλλεται τό ἐπιχείρημα τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος καί τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας, θέματα τά ὁποῑα προκαλοῡν ἐξαρχῆς δύο βασικά ἐρωτήματα :
- i) Ὑπάρχει ὅμως ἀτομικό δικαίωμα σέ σχέση πρός τήν ζωή καί τήν ὕπαρξη, ὅπως αὐτή προσδιορίστηκε παραπάνω ;
- ii) Πῶς κατανοεῖται ἡ ἔννοια τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας σέ σχέση πρός τόν ἄνθρωπο καί τήν ζωή ;
Ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἄν καί περιέγραψαν τό τί εἶναι ἄνθρωπος καί ὁριοθέτησαν τό τί εἶναι ζωή, ἐντούτοις δέν μίλησαν ποτέ γιά τήν ἔννοιαν τοῦ δικαιώματος. Ἀνέδειξαν ὅμως τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον τό δικαίωμα γιά ζωή βρίσκεται στήν ἐκπλήρωση τοῦ τί εἶναι ἄνθρωπος.
Ἡ ἀναφορική σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρός κάθε τί το ὁποῖο εἶναι ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἐκδοχή τῶν δικαιωμάτων του στήν ἀποκλειστική προοπτική τῆς ἀτομο-κεντρικῆς τους χρησιμοθηρίας ἀποτελεῖ ἀλλοτρίωση τῶν σχέ-σεων κοινωνίας καί ἄρα τῆς ἑτερότητας, γεγονός τό ὁποῖο ἐγκαταλείπει χωρίς νόημα αὐτή καθαυτή τήν σχέση κοινωνίας, γιαυτό καί τό δικαίωμα δέν μπορεῖ νά ὑπηρετεῖ τήν ἀτομοκεντρική αὐτονόμηση.
Τί σημαίνει ὅμως αὐτό σέ σχέση πρός τό ὑποκείμενο τοῦ δικαιώματος, πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀλλά καί ὡς τό τί εἶναι ζωή ;
Ὁ ἄνθρωπος ἐπειδή δέν εἶναι ἄτομο ἀλλά πρόσωπο καθίσταται παράγοντας κοινωνίας, γιαυτό καί δέν περιορίζεται ἡ ἐλευθερία στά ὅρια τῆς ἀτομικῆς της αὐτοτέλειας καί τό δικαίωμα δέν ἐξαντλεῖται στά ὅρια τῆς ἀτομικῆς αὐτάρκειας. Μία ἐλευθερία ἡ ὁποία δέν λειτουργεῖται σέ ἀναφορά πρός τόν ἄλλον καταντᾶ ἀσυδοσία.
Ὑπ’ αὐτήν τήν προοπτική ὅμως δέν ἀγνοεῖται ἡ διάκριση καί ἡ διαφορά ὡς προσωπική ἑτερότητα οὔτε καί ὁ σεβασμός πρός τήν ἑτερότητα ἀμφισβητεῖται ἐνῶ ἡ αὐτοδιάθεση τοῦ ὑποκειμένου φανερώνεται μόνο μέσα ἀπό τά ἀποτελέσματα τῆς σχέσης, ὡς μία ἔκφραση τοῦ ἑτεροπροσδιορισμοῦ του.
Ὑπ’ αὐτήν τήν προοπτική ἐπίσης λειτουργεῖ καί τό δίκαιο, ὡς πηγή ἀπορροῆς τοῦ δικαιώματος, ὅταν συσχετίζεται, σέ κάθε συγκεκριμένη κοινωνία, μέ τό τί εἶναι ἄνθρωπος, ποιά ἡ ἰδιαιτερότητά του καί τό «νόημα» τῆς ὕπαρξής του καί ποιός ὁ στόχος τῆς βιοτῆς καί τῆς καθημερινότητάς του.
Ὑπ’ αὐτή τήν προοπτική τέλος τό δίκαιο ὑπηρετεῖ τόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ὑποκείμενο τοῦ δικαίου, μόνον ὅταν καί οἱ δύο, ἄνθρωπος καί δίκαιο, ἐκφράζουν τήν κοινήν ἀντίληψη γιά κάθε ὀντολογική νοηματοδότηση στήν καθημερινότητα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καί τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων καί συγχρόνως τό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας βρίσκει τήν καταξίωσή του.
- Ὡς ἐπιβεβαίωση ὅλων τῶν ἀνωτέρω θά ἀναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα μέ τά ὁποῖα ἀφενός ἐπιβεβαιώνεται ἡ λανθασμένη ἀντίληψη λειτουργίας τοῦ δικαιώματος ὡς ἀτομικοῦ καί τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας ὡς ἀτομικῆς καί ἀφετέρου ἡ ἀνθρωπολογική καταξίωση τοῦ δικαιώματος, ὡς προτεραιότητα κοινωνίας γιά ζωή καί ὡς ἐλευθερία ἱεράρχησης τῶν ἀναγκῶν τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης.
Τό πρῶτο παράδειγμα εἶναι ἡ ἀνάπτυξη μιᾶς ἐπιχειρηματολογίας σχετικῆς πρός τήν ἔννοια τοῦ σεβασμοῦ στό λεγόμενο ἀτομικό δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς γιά διάθεση τοῦ σώματος τοῦ κάθε ἀνθρώπου μετά τόν θάνατο, γεγονός τό ὁποῖο σχετίζεται ἄμεσα μέ τό θέμα τῆς καύσης τῶν νεκρῶν.
Μία τέτοιου εἴδους θεώρηση καί χρήση τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος, κύριο γνώρισμα τοῦ δυτικοῦ διαφωτισμοῦ, ὁδηγεῖ σέ ἕνα εἶδος διαχείρισης τοῦ δικαιώματος καί τῆς ἔννοιας τῆς ἐλευθερίας, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ μία καθαρά ἀτομοκρατική χρήση τοῦ δικαιώματος ἀκόμη καί ὡς πρός τήν μετά τόν θάνατον διαχείριση τοῦ σώματος.
Ἀνάλογης προβληματικῆς εἶναι καί τό δεύτερο παράδειγμα τό ὁποῖο ἀφορᾶ τήν ἄρνηση προσφορᾶς πρό ἤ μετά τόν θάνατον τῶν ὀργάνων, ὑγρῶν ἤ ἰστῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος γιά τή μεταμόσχευσή τους καί τή συμβολή τους στή διαιώνιση τῆς ζωῆς.
Ἡ ἀπάντηση στόν προβληματισμό αὐτόν ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπό τόν ὁρισμό ὡς πρός τήν ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου ἔστω καί ἄν ἀποτελεῖ μία πρόκληση γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα.
Θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι γιά τήν πατερική ἀνθρωπολογία ὡς πρός τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, ὑφίστανται ὅρια μεταξύ τῆς κοινωνικῆς ἔννοιας τῆς ἐλευθερίας καί τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας. Ὕψιστη μορφή ἐλευθερίας σημαίνει τό νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά θυσιάζει ἐλεύθερα ἀκόμη καί τά ἀτομικά του δικαιώματα, ὃπως καί τή ζωή του, πρός χάριν τῆς ἀγάπης πρός τούς ἄλλους, γι’ αὐτό καί τό ὀρθόδοξο δέον περί τοῦ ἀνθρώπου ὑπερβαίνει σέ δύναμη καί πνοή τόν ἁπλό ὁρίζοντα τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν καί ἀξιολογεῖται σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, καθαρά ὑπαρξιακό καί προσωπικό, ὅπου, ὅπως καί ἡ ζωή, ἔτσι καί τά ἐνεργήματα τῆς ζωῆς θεωροῦνται στά πλαίσια τῆς προσωπικῆς κοινωνίας καί τῆς ὑπαρξιακῆς σχέσης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ προαναφερθεῖσα ἐκκλησιαστική θεώρηση καί χρήση τοῦ σώματος καί στά δύο παραδείγματα δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μέ βάση μόνο τό δικαίωμα γιά αὐτοδιάθεση ἀκόμη καί τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός μας, πρό ἤ μετά τόν βιολογικό θάνατο, μέ τό ἐπιχείρημα, ὃτι αὐτό τό δικαίωμα μπορεῖ νά λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα καί ἄσχετα πρός τά δικαιώματα τῶν ἄλλων.
Τό σῶμα εἶναι ἐκκλησιαστικά σεβαστό, κανένας δέν μπορεῖ νά τό φθείρει, οὔτε καί ὁ ἴδιος ὁ φορέας του ἤ νά ἐπιδιώξει τή βίαιη καταστροφή του, οὔτε τέλος νά τό μεταχειρι-στεῖ ὡς μία ὑπόθεση ἤ ὑποκείμενο ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας. Ὁ κάθε πιστός πρέπει νά γνωρίζει, ὅτι τό σῶμα του ἀνήκει καί στά λοιπά ἐκκλησιαστικά μέλη, ἄρα καί ἡ μετά θάνατον τύχη ἑνός σώματος δέν ἀφορᾶ μόνο τήν ἐπιθυμία τοῦ νεκροῦ, ἀλλά εἶναι ὑπόθεση σχέσεως ὅλων τῶν ἄλλων μελῶν τῆς κοινότητας. Ἐπίσης δέν θά πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι οἱ πιστοί καί μετά τόν βιολογικό μας θάνατο συνεχίζουμε νά ὑφιστάμεθα στήν Ἐκκλησία γιατί «στήν Ἐκκλησία εἰσερχόμεθα μέ τό βάπτισμα ἀλλά δέν ἐξερχόμεθα μέ τόν θάνατον». Αὐτό συνεπάγεται ὅτι τό σῶμα, ἀκόμη καί τοῦ νεκροῦ καί ὄχι μόνο ἐν ζωῇ δέν ἀποτελεῖ τό ἀντικείμενο μιᾶς ἐν ζωῇ ἐπιθυμίας γιά αὐτοδιάθεση ἀλλά ἀνήκει καί στούς ἄλλους, ὅπως δηλώνεται καί ἀπό τήν προτροπή τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν δωρεά τοῦ σώματος καί τή δυνατότητα τῆς μεταμοσχευτικῆς χρήσης ὀργάνων ἀκόμη καί τοῦ νεκροῦ.
Ἢδη ἀπό τό ἒτος 1999 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὓστερα ἀπό Εἰσήγηση τῆς ἁρμόδιας Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί θεμάτων Βιοηθικῆς, ἐξέδωσε τίς γενικές καί εἰδικές ἀρχές καί θέσεις Της ἐπί τῶν μεταμοσχεύσεων.
Γιά τήν Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τίς παραπάνω θέσεις Της, ἡ ζωή γιά νά εἶναι πραγματικά ἀληθινή, μέ σκοπό καί προοπτική, πρέπει νά προσδιορίζεται ὡς μία δυναμική συμβολή πρός ἐπίτευξή της καί γιά τούς ἄλλους, καί ὄχι νά θεωρεῑται ὡς ἕνα γεγονός ἀτομικιστικῆς κατάκτησης ἤ ἐπιδίωξης. Νά ὁριοθετεῖται ὡς μία συνεχής καί ἀδιάκοπη σχέση καί κοινωνία τοῦ ἑνός ἀνθρώπου πρός τόν ἄλλον τόν συνάνθρωπο μέσα ἀπό τήν προσφορά καί τή θυσία, ἐλεύθερα καί ἀγαπητικά, ὡς μία κίνηση πρός «διαιώνιση» καί συνέχιση τῆς ζωῆς γιά ὅλους καί πρός ὅλους, ἡ ὁποία πρώτιστα θά πραγματώνεται στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἡ ὁποία καθιστᾶ καί τήν ἴδια τήν ζωή «ἱερή» καί «αἰώνια».
Ὅλα τά παραπάνω ἐπιβεβαιώνουν ὅτι στήν ἐποχή μας ἀπαιτεῖται μία ἀφύπνιση καί μία συνεργασία, τήν ὁποίαν πρέπει νά ἐπισπεύσουμε. Ἡ Ἐκκλησία ἄς προσφέρει τήν ἐγρήγορση τῶν συνειδήσεων καί ἄς ἐνσταλάξει μέ τή θεολογία της στόν πολιτισμό μας τό σεβασμό στόν ἄνθρωπο ὡς πρόσω-πο καί τήν ἀγαπητική προσφορά τῶν σωμάτων μας πρός τούς ἄλλους, ὡς ἔκφραση ἐλευθερίας καί σεβασμοῦ πρός τόν ἄλλον καί πρός τόν ἑαυτό μας ἀλλά καί πρός αὐτήν την ζωή καί σέ σχέση πρός τήν ἀνθρωπολογική μας ταυτότητα.
[1] Εἰσαγωγική Ὁμιλία στήν Ἐπιστημονική Ἡμεριδα, μέ θέμα «Ἡ δωρεά ὀργάνων καί ἰστῶν-Τό ἐρώτημα γιά τίς μεταμοσχεύσεις», τήν ὁποίαν συνδιοργάνωσαν ἡ Ἱερά Μητρό-πολη Μεσσηνίας, τό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν (ΕΚΠΑ), τό Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, ὁ Ἐθνικός Ὀργανισμός Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ) καί ὁ Ἰατρικός Σύλλογος Μεσσηνίας. (Καλαμάτα, Πνευματικό Κέντρο, 6 Μαΐου 2018).